- λυγώ
- λυγίζω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λυγώ — (I) (Μ λυγῶ, άω) βλ. λυγίζω. (II) (λυγῶ, όω (Α) [λύγος] 1. δένω κάτι στερεά, ενώνω σφιχτά 2. καταβάλλω, δαμάζω … Dictionary of Greek
λύγῳ — λύγος agnus castus fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγωι — λύγῳ , λύγος agnus castus fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγίζω — και λυγώ, άω (AM λυγίζω, Μ και λυγῶ, άω) [λύγος] 1. (μτβ.) κάνω κάτι να καμφθεί, κάμπτω, κυρτώνω (α. «λυγίζω τά γόνατα» β. «πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, οἷον μυκτὴρ μυᾱται καὶ σφόνδυλος ἀχεῑ», Αριστοφ.) 2. καταβάλλω, νικώ 3. (αμτβ.) κάμπτομαι,… … Dictionary of Greek
λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… … Dictionary of Greek
άλυγος — η, ο ο αλύγιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λυγώ] … Dictionary of Greek
κοντολυγώ — άω και κοντολυγίζω 1. (αμτβ.) κάμπτομαι κάπως, λυγίζω, γέρνω λίγο 2. (μτβ.) κάμπτω κάτι λίγο, τό λυγίζω κάπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) + λυγώ] … Dictionary of Greek
λυγώς — λυγῶς (πιθ. λυγός ή λυγῶ < δε>ς) (A) [λύγος] (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανον ἐν ᾧ τὰ κολλώμενα ἐμβάλλεται, στρεβλωτήριον ὄργανον» … Dictionary of Greek
λύγημα — το [λυγώ (I)] λύγισμα, κάμψη … Dictionary of Greek
λυγάω — (σπάν. λυγώ), λύγισα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: λυγάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όταν οι δύο τύποι σε ώ και σε – ίζω έχουν την ίδια σημασία, τότε επικρατεί ο αόριστος σε ισα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής